μαλάχιον

μαλάχιον
μαλάχιον
neut nom/voc/acc sg
μαλάχιος
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλάχιον — και μαλάκιον και μολόχιον, τὸ (Α) [μαλάχη] γυναικείο κόσμημα που φοριόταν γύρω από τον λαιμό, περιδέραιο …   Dictionary of Greek

  • μαλαχίου — μαλάχιον neut gen sg μαλάχιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλαχίων — μαλάχιον neut gen pl μαλάχιος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάχια — μαλάχιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλάκιο — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 208 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα της ανατολικής ακτής του Παγασητικού κόλπου, ΝΑ του Βόλου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτέμιδας. * * * το (AM μαλάκιο) [μαλακός] …   Dictionary of Greek

  • μολόχιον — μολόχιον, τὸ (ΑΜ) μσν. η μολόχα αρχ. βλ. μαλάχιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”